ὀσμάς

ὀσμάς
ὀσμάς
fem nom sg
ὀσμά̱ς , ὀσμή
smell
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οσμάς — ὀσμάς, άδος, ἡ (Α) [οσμή] ονομασία φυτού …   Dictionary of Greek

  • ὀσμᾶς — ὀσμή smell fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσμάδα — ὀσμάς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύσοσμος — η, ο (Α δύσοσμος και δύσοδμος, ον) αυτός που αναδίδει δυσάρεστη οσμή αρχ. 1. αυτός που κάνει δύσκολη την όσφρηση («οἱ ὄμβροι... ὀσμὰς ἄγοντες τὴν γῆν ποιοῡσι δύσοσμον», Ξεν.) 2. αυτός που γίνεται δύσκολα αισθητός με την όσφρηση 3. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”